αμακιγιάριστος

αμακιγιάριστος
η , ο
1) негримированный, без грима; 2) см. αφκιασίδωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμακιγιάριστος" в других словарях:

  • αμακιγιάριστος — η, ο [μακιγιάρω] 1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος 2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος …   Dictionary of Greek

  • αμακιγιάριστος — η, ο (λ. γαλλ.), αυτός που δεν είναι μακιγιαρισμένος, αφτιασίδωτος: Δύσκολα να συναντήσεις σήμερα γυναίκα αμακιγιάριστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφτιασίδωτος — και αφκιασίδωτος ή αφτειασίδωτος και αφκειασίδωτος, η, ο αυτός που δεν έχει φτιασιδωθεί ή καλλωπιστεί, ο αμακιγιάριστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»